- προβοδώνω
- Νβλ. προβοδώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβοδώ — άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Ν προπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι) 2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ ευοδῶ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
προβόδωμα — το, Ν [προβοδώνω] προβόδισμα, ξεπροβόδισμα, κατευόδωση … Dictionary of Greek